- ολείζων
- ὀλείζων, -ον (Α)βλ. ολίζων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολίζων — Πόλη της θεσσαλικής Μαγνησίας, που αναφέρεται στον κατάλογο της Ιλιάδας. Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την είχε υπαγάγει στη Δημητριάδα, μαζί με υπόλοιπα παραλιακά χωριά του Παγασητικού κόλπου. * * * ὀλίζων και ὀλείζων,… … Dictionary of Greek
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek